- ἰσοπάλῳ
- ἰσόπαλοςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοπαλώ — ἰσοπαλῶ, έω (Μ) [ισόπαλος] είμαι ισόπαλος με κάποιον … Dictionary of Greek